οχλος

οχλος
    ὄχλος
    ὅ
    1) множество, масса, толпа
    

(στρατοῦ Aesch.; ἵππων, ἄστρων Eur.; ἀνθρώπων, λαῶν Arph.; νεῶν Thuc.)

    ὅ ὄ. ὅ ξενικός Thuc. — толпа иноземных наемников;
    ὅ ὄ. τῶν στρατιωτῶν Xen. и οἱ ὄχλοι Polyb. — солдатская масса;
    ὄχλου φυγή Plut. = лат. poplifugia

    2) обозные войска, нестроевые отряды
    

(τὰ σκευοφόρα καὴ ὅ ὄ. Xen.)

    3) беспорядочное скопище, толпа, чернь
    

(πλῆθός τε καὴ ὄ. Plat.)

    4) беспокойство, затруднение, неудобство
    

(ὄχλον παρέχειν τινί Her., Xen.)

    δι΄ ὄχλου εἶναί τινι Thuc., Arph. — быть кому-л. в тягость, беспокоить кого-л.


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "οχλος" в других словарях:

  • ὄχλος — crowd masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όχλος — ο (ΑΜ ὄχλος) 1. πλήθος ατόμων με άτακτο τρόπο συνενωμένο («ἐν ἀγορᾷ πλήθοντος ὄχλου», Πίνδ.) 2. (με πολιτική σημ.) ο πολύς λαός, η λαϊκή μάζα, η κατώτατη κοινωνική τάξη («τῷ ὄχλῳ πρὸς χάριν τι λέγοντες οὐ τὰ ὄντα ἀπαγγείλωσιν», Θουκ.) νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • όχλος — ο 1. το ασύνταχτο πλήθος, συρφετός. 2. ο λαός ως κοινωνική τάξη: Εσένα δε σε χτίσανε τυραγνισμένοι όχλοι, καματερά ανθρωπόμορφα σπρωγμένα απ τη βουκέντρα (Παλαμάς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὄχλω — ὄχλος crowd masc nom/voc/acc dual ὄχλος crowd masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλοι — ὄχλος crowd masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλοιο — ὄχλος crowd masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλοις — ὄχλος crowd masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλοισι — ὄχλος crowd masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλοισιν — ὄχλος crowd masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλον — ὄχλος crowd masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὄχλου — ὄχλος crowd masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»